του Ιωάννη Β. Αθανασόπουλου
ιστορικού
Ο Σπυρίδων Σπυρομήλιος γεννήθηκε το 1864 στην Θήβα ή σύμφωνα με άλλες πηγές στη Χειμάρα. Τα μαθητικά του χρόνια ωστόσο, τα πέρασε στην Αθήνα όπου τελείωσε το Γυμνάσιο. Κατόπιν εισήχθη στη Ναυτική Σχολή Κεφαλονιάς, όπου ταξίδεψε σε πολλά λιμάνια της Ευρώπης. Ονειρευόταν να γίνει ναυτικός καριέρας και να σπουδάσει στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Για τον λόγο αυτό, επέστρεψε στην Αθήνα και επιδίωξε να εγγραφεί στη Σχολή αλλά δεν το κατάφερε καθότι είχε ξεπεράσει το 19ο έτος της ηλικίας του. Τα παιχνίδια της μοίρας και τα εμπόδια πολλές φορές γίνονται για καλό. Στην περίπτωση του Σπυρομήλιου του άνοιξαν το δρόμο για να επιτελέσει το καθήκον του συμμετέχοντας πάντα αποφασιστικά στους εθνικούς αγώνες του Ελληνισμού.
Το 1883 ακολουθώντας τη συμβολή του συγγενή του Ιωάννη Σπυρομήλιου, Μέραρχου της Χωροφυλακής, κατατάσσεται στο Σώμα και σύντομα γίνεται αξιωματικός. Το 1894 ιδρύεται η Εθνική Εταιρεία, από πατριώτες Έλληνες αξιωματικούς. Ο Σπυρομήλιος δεν γινόταν να μην ενταχθεί στα μέλη της Εταιρείας. Έτσι, στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 συμμετέχει ενεργά, σαν επικεφαλής σώματος 67 εθελοντών χωροφυλάκων, στο μέτωπο της Ηπείρου και συγκεκριμένα στη Νικόπολη της Πρέβεζας στην απόβαση της Ηπειρωτικής Φάλαγγας του Μπότσαρη. Διακρίνεται στις μάχες και αναγνωρίζεται η συμβολή του από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας. Επόμενος σταθμός εθνικής προσφοράς του Σπυρομήλιου ήταν ο Μακεδονικός Αγώνας.
«Καπετάν Μπούας»
Συμμετείχε στο «Μακεδονικό Κομιτάτο» και στρατολόγησε πολλούς Κρητικούς στον Αγώνα. Ακολούθως τον Σεπτέμβριο του 1904 τοποθετήθηκε στο Γενικό Ελληνικό Προξενείο στη Θεσσαλονίκη σαν γραφέας με το ψευδώνυμο «Σουρής». Λόγω της θέσης του ταξίδεψε σε ολόκληρη τη Μακεδονία και συγκέντρωσε σημαντικές πληροφορίες για τη δράση του κοινού εχθρού. Ταυτόχρονα, οργάνωσε επιτροπές αγώνα στις πόλεις και τα χωριά της περιοχής, ενώ όρισε τον τρόπο που θα πρέπει να συλλέγεται και να αποκρύβεται ο οπλισμός για να παραδοθεί τη κατάλληλη χρονική στιγμή στα τμήματα. Παράλληλα, οργάνωσε ομιλίες για την τόνωση του εθνικού και βεβαίως θρησκευτικού φρονήματος του πληθυσμού. Η οργανωτική εργασία του Σπυρομήλιου ήταν σημαντική για εξέλιξη του Αγώνα στη κεντρική Μακεδονία αλλά δεν έμεινε εκεί.
Από τις αρχές του 1905 η δραστηριότητα στην Ελλάδα ήταν έντονη μετά και τη θυσία του Παύλου Μελά. Το Μακεδονικό Κομιτάτο με την στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης οργάνωσε την άνοιξη της ίδιας χρονιάς ένα κέντρο εκπαίδευσης των σωμάτων που ετοιμάζονταν να εξορμήσουν στη Μακεδονία, με έδρα τη Βουλιαγμένη. Τέσσερα σώματα με επικεφαλής αξιωματικούς εκπαιδεύονταν. Ένα από αυτά ήταν του Σπυρομήλιου, ο οποίος είχε υιοθετήσει το ψευδώνυμο «Αθάλης Μπούας». Τα άλλα τρία σώματα ανήκαν στους αξιωματικούς Κωνσταντίνο Μαζαράκη, Μιχαήλ Κόδρο και Μιχαήλ Αναγνωστάκο.
Το σώμα του Σπυρομήλιου αποτελούνταν από 35 άνδρες και είχε υπαρχηγό τον Ανθυπολοχαγό Πεζικού Μαρίνο Λυμπερόπουλο. Το σώμα έπρεπε να εγκατασταθεί στην περιοχή της Δυτικής Καρατζόβας και να αποκαταστήσει την επικοινωνία μεταξύ των ελληνικών σωμάτων στο Μορίχοβο και στην Ανατολική Καρατζόβα.
Τα σώματα αυτά αποβιβάστηκαν στις 28 Απριλίου στις ακτές της Πιερίας με στόχο να εξοντώσουν τις τέσσερις μεγάλες συμμορίες των Βουλγάρων, που τρομοκρατούσαν και βασάνιζαν τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό της κεντρικής Μακεδονίας.
Με την αποβίβασή τους τα σώματα των Σπυρομήλιου, Μαζαράκη κινήθηκαν από κοινού προς τα Πιέρια Όρη. Μετά από πορεία δύο ημερών έφτασαν στη Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου κοντά στον Αλιάκμονα. Κατά τη διάρκεια της πορείας τα σώματα ενημερώθηκαν για τη δράση Βούλγαρων στη περιοχή νότια του Αλιάκμονα. Με την ανοχή των Τούρκων, Βούλγαροι ξυλοκόποι και εργάτες της περιοχής, που ήταν οργανωμένοι σε βουλγαρικά κομιτάτα για να καταδίδουν Έλληνες στις τουρκικές αρχές, εργάζονταν για την βουλγαροποίηση της περιοχής. Ο Σπυρομήλιος και ο Μαζαράκης αποφάσισαν την εξουδετέρωσή τους. Έτσι, συνέλαβαν 100 αιχμαλώτους Βούλγαρους από τους οποίους εκτέλεσαν 86 στον Αλιάκμονα, σύμφωνα με έκθεση του ίδιου του Σπυρομήλιου. Με την πράξη αυτή αποκαταστάθηκε αφενός η επικοινωνία των ελληνικών σωμάτων και αφετέρου καθάρισε η περιοχή από τη δράση κατασκόπων των Βουλγαρικών κομιτάτων.
Λίγες ημέρες αργότερα όμως οι Βούλγαροι έστειλαν σώματα κομιτατζήδων για να απαντήσουν. Στα μέσα Μαίου, οι συμμορίες των Βούλγαρων επιτέθηκαν στο σώμα του Σπυρομήλιου και του Κατσίγαρη, ενώ αυτά κατευθύνονταν προς το Μπάχοβο. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν 58 Βούλγαροι και 7 Έλληνες. Για την ελληνική πλευρά υπήρχαν και 14 τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο Σπυρομήλιος, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό πόδι. Τη στιγμή εκείνη και ενώ ο Σπυρομήλιος ήταν εκτός μάχης, τουρκικά αποσπάσματα επιτέθηκαν κατά του ελληνικού σώματος. Η ψυχραιμία του υπαρχηγού Ανθυπολοχαγού Λυμπερόπουλου έσωσε την κατάσταση και οδήγησε το σώμα στο Βλάδοβο. Ο Σπυρομήλιος μεταφέρθηκε στη Νάουσα, όπου νοσηλεύτηκε για τρεις μήνες και ακολούθως επέστρεψε στην Αθήνα.
Στους Βαλκανικούς και στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα
Το 1906 συμμετέχει ενεργά στην ίδρυση της Ηπειρωτικής Εταιρείας που στόχο είχε την απελευθέρωση της Ηπείρου από τον τουρκικό ζυγό. Τα χρόνια είναι δύσκολα και οι εξελίξεις διαδέχονται η μία την άλλη. Στο στράτευμα η αναταραχή δεν λέει να κοπάσει μετά την ήττα το 1897 και το 1909 ξεσπά το κίνημα στο Γουδή. Ο Σπυρομήλιος θα είναι από τα ιδρυτικά μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου.
Το 1912 θα συμμετάσχει και στους Βαλκανικούς πολέμους. Θα αναλάβει την οργάνωση και διοίκηση σώματος εθελοντών και θα απελευθερώσει την πόλη των Φιλιατών. Στις 5 Νοεμβρίου 1912 και ενώ βρισκόταν στην Κέρκυρα έλαβε εντολή να καταλάβει την Χειμάρρα της Βορείου Ηπείρου. Η διαταγή δόθηκε μέσω τηλεγραφήματος από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο: «Κρίνω πολιτικώς σκόπιμον να καταληφθή το ταχύτερον Χειμάρρα και υψωθεί εκεί Ελληνική Σημαία. Προς τον σκοπόν τούτον δύνασθε να να διαθέσητε εθελοντικόν τι Σώμα αποβιβαζόμενον διά θαλάσσης εις Χειμάρραν υπό την ηγεσίαν του Σπυρομήλιου [...]».
Στη διάθεση του για την επιχείρηση ο Σπυρομήλιος είχε 200 Κρητικούς και περίπου 1.800 Χειμαρριώτες, όλοι εθελοντές. Το πρωί της 7ης Νοεμβρίου τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα αποβιβάστηκαν στα Σπήλια της Χειμάρρας. Αφού κατέλαβαν τις προβλεπόμενες θέσεις, η επίθεση ξεκίνησε. Οι Τούρκοι προέβαλαν μικρή αντίσταση και μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας, η πόλη είχε απελευθερωθεί. Υπήρξε ένας νεκρός για το τμήμα του Σπυρομήλιου, το αίμα του οποίου πότισε το χώμα της ελεύθερης Χειμάρρας.
Ο Σπυρομήλιος την ίδια μέρα εξέδωσε προκήρυξη προς τον λαό της Χειμάρρας, όπου κήρυξε την πόλη «ως αναπόσπαστον τμήμα της μίας και αδιαιρέτου μεγάλης Ελληνικής Πατρίδος». Κάλεσε τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό της πόλης να τηρήσει απέναντι στον μουσουλμανικό πληθυσμό την ισοπολιτεία και τον σεβασμό, παρά τα όσα είχαν υποστεί στο παρελθόν, γιατί αυτό άρμοζε στον «ανδρείο και ευγενή» ελληνικό λαό. Τόνισε ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν ήταν κατακτητικός αλλά ελευθερωτής της περιοχής, που ένωσε το μέλος αυτό με τα υπόλοιπα μέλη της «Ελληνικής οικογένειας». Κλείνοντας την προκήρυξη του έκανε επίκληση στους αγώνες των προγόνων Χειμαρριωτών κατά την εθνεγερσία στην Αράχωβα, στο Μεσολλόγγι και στη Πέτα και πως θα είναι υπερήφανοι που άφησαν άξιους απογόνους που απελευθέρωσαν την πόλη από τον κατακτητή Τούρκο.
Παράλληλα, εξέδωσε προκήρυξη και προς τον μουσουλμανικό αλβανικό πληθυσμό της περιοχής, τονίζοντας πως τα έθιμα, η θρησκεία αλλά και η περιουσία των θα είναι σεβαστά και δεν θα διατρέξουν κανένα κίνδυνο. Οι Αλβανοί πάντως ετοίμασαν ένοπλες ομάδες και επιτέθηκαν κατά των δυνάμεων του Σπυρομήλιου στο Κούτσι την 18η Νοεμβρίου. Οι συγκρούσεις γενικεύθηκαν μέχρι τον Δεκέμβριο του 1912 αλλά οι ελληνικές δυνάμεις απέκρουσαν όλες τις επιθέσεις.
Όταν απέτυχε η ελληνική απόβαση στους Αγίους Σαράντα, ο Σπυρομήλιος διατάχθηκε να εκκενώσει τη Χειμάρρα από τα ένοπλα τμήματά του και τον ελληνικό άμαχο πληθυσμό καθότι η ελληνική κυβέρνηση φοβόταν μαζική επίθεση του εχθρού. Ο Σπυρομήλιος παράκουσε τη διαταγή και οργάνωσε την άμυνα της πόλης. Παρά τις έντονες και ορμητικές επιθέσεις των Αλβανών κράτησε το ελληνικό προγεφύρωμα μέχρι τις αρχές του 1913, όταν ο Ελληνικός Στρατός έφτασε στην περιοχή.
Ο Σπυρομήλιος στόχευε στην απελευθέρωση όλης της Βορείου Ηπείρου. Μαζί του συμπορευόταν και ο Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, διάδοχος Κωνσταντίνος. Ζήτησαν αμφότεροι από τον Βενιζέλο να καταλάβουν την Αυλώνα, αλλά η απάντηση του τότε πρωθυπουργού ήταν αρνητική καθότι δεν ήθελε να προκαλέσει ρήξη με τους Ιταλούς, που πάντα ενδιαφέρονταν για την περιοχή.
Με την λήξη των Βαλκανικών Πολέμων η Ελλάδα ήταν απολύτως κερδισμένη. Είχε απελευθερωθεί από τον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο η Ήπειρος και η Μακεδονία. Η Βόρεια Ήπειρος επίσης, αλλά οι διεθνείς εξελίξεις και οι πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων ανάγκασαν την Ελλάδα να αποσύρει τον Ελληνικό Στρατό. Ο Σπυρομήλιος, αν και βενιζελικός, αντέδρασε στέλνοντας τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στον Βενιζέλο εκφράζοντας την δυσαρέσκεια του ιδίου αλλά και ολόκληρης της ελληνορθόδοξης μειονότητας.
Δεν έμεινε όμως εκεί, αρνήθηκε να αποχωρήσει από την περιοχή και στις 9 Φεβρουαρίου 1914 ο Στρατηγός Παπούλας διέταξε την σύλληψή του. Την επομένη κήρυξε την αυτονομία της Βορείας Ηπείρου, αφού πρώτα συνεννοήθηκε με τον Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο και τον Μητροπολίτη Βελάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα. Ως Γενικός Αρχηγός Χειμάρρας προσχώρησε στην προσωρινή Κυβέρνηση της Β. Ηπείρου, με έδρα το Αργυρόκαστρο, στις 17 Φεβρουαρίου. Το 1915 εξελέγη βουλευτής Αργυροκάστρου στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται με το Βορειοηπειρωτικό ζήτημα.
Όταν την περίοδο 1916-17 ο Ιταλικός Στρατός κατέλαβε το σύνολο σχεδόν της Βορείας Ηπείρου, ο Σπυρομήλιος αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να διαφύγει στην Ελλάδα. Τον αγώνα για την αυτονομία ανέλαβε ο αδερφός του Νικόλαος.
Ο Συνταγματάρχης Σπυρομήλιος κοιμήθηκε στις 19 Μαίου 1930 στην ελληνική πρωτεύουσα. Τελευταία επιθυμία του ήταν να ταφεί στην αγαπημένη του Χειμάρρα αλλά το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης δεν έγινε αποδεκτό από την αλβανική.
Πηγές:
Αρχεία Γενικού Επιτελείου Στρατού, Ο Μακεδονικός Αγώνας και τα γεγονότα στη Θράκη 1904-1908, εκδόσεις Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού.
Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, Ο Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου μέσα από άγνωστα ντοκουμέντα, Πελασγός, Αθήνα 2018.
Ελίνα Μαστέλλου Γιαννάκενα, Παύλος Μελάς και Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908). Ο σκοπός και οι ήρωές του, Πελασγός, Αθήνα 2018.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου