Η συμμετοχή των Ευέλπιδων στον πόλεμο του 1940 και στην Εθνική Αντίσταση

 

του Ιωάννη β. Αθανασόπουλου

ιστορικού


Όταν κάνουμε λόγο για τον πόλεμο του 1940 και την Εθνική Αντίσταση που ουσιαστικά αποτέλεσε την συνέχειά του, το μυαλό μας πάει συνήθως στον Μεταξά, στον Παπάγο και στις κυριότερες εθνικές αντιστασιακές οργανώσεις. Όμως η αντίσταση κατά των δυνάμεων του Άξονα είχε και άλλους πρωταγωνιστές που συμμετείχαν εξίσου αποφασιστικά και πρόσφεραν εξίσου σημαντικά. Το γιατί αυτοί οι πρωταγωνιστές πολλές φορές δεν αναφέρονται καν είναι ένα σημαντικό ερώτημα που σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Η αντίσταση του Ιερού Λόχου, της ΙΙΙης Ορεινής Ταξιαρχίας του Ρίμινι, των Ευελπίδων –για τους οποίους θα μιλήσουμε σήμερα- αλλά και του πρώτου ουσιαστικά αντιστασιακού, Ιωάννη Μεταξά αποσιωπάται σα να μην συνέβη ποτέ.

Πως φτάσαμε όμως στον πόλεμο του 1940; Στις 7 Απριλίου του 1939 η Ιταλία αποβιβάζει στρατεύματά της στην Αλβανία χωρίς ουσιαστικά να δεχτεί την παραμικρή αντίσταση. Άλλωστε η Αλβανία ήδη από το 1925 είχε δεσμούς εξάρτησης με την Ιταλία του Μουσολίνι σε τέτοιο βαθμό που σύντομα κατάντησε ιταλικό προτεκτοράτο. Η Αλβανία όμως για τους Ιταλούς ήταν η πύλη για την Ελλάδα. 18 μήνες αργότερα θα ξεκινήσει ο ελληνοιταλικός πόλεμος. Η προετοιμασία των Ιταλών για τον πόλεμο ήταν πρόχειρη όπως πρόχειρη ήταν και η προετοιμασία για την απόβαση στην Αλβανία. Όπως είπε και ο Τσιάνο: «Ακόμη και μία μόνο καλά εξοπλισμένη πυροσβεστική υπηρεσία να είχαν στη διάθεσή τους οι Αλβανοί, θα μας είχαν στείλει πάλι πίσω στην Αδριατική».

Ο πόλεμος κατά της Ελλάδας θεωρήθηκε από τον Μουσολίνι και τους στρατηγούς του ως ένας υγιεινός στρατιωτικός περίπατος καθότι οι σύμβουλοί του τον είχαν πείσει –σε αντίθεση με τις εκθέσεις και τις αναφορές του Γκράτσι από την Αθήνα- πως οι Έλληνες ήταν ένας λαός που δεν του άρεσε να μάχεται και πως το ηθικό του ήταν χαμηλό. Οι αυταπάτες των Ιταλών συνεχίζονταν λέγοντας πως η όλη η επιχείρηση κατάληψης της Ηπείρου θα ολοκληρωνόταν το πολύ μέσα σε 10-15 ημέρες.

Ποια ήταν όμως η αντίδραση των Ευέλπιδων όταν έμαθαν το φθινοπωρινό πρωινό της 28ης Οκτωβρίου την κήρυξη του ελληνοιταλικού πολέμου; Σύμφωνα με τις πηγές ο ενθουσιασμός για τη συμμετοχή τους σε μάχη κατά εισβολέων που εποφθαλμιούσαν εδάφη της πατρίδας ήταν έκδηλος καθότι θα αποτελούσε για αυτούς το βάπτισμα του πυρός.  Την περίοδο εκείνη, φοιτούσαν στη Σχολή οι πρωτοετείς Ευέλπιδες που είχαν εισαχθεί στις 2 Οκτωβρίου και αποτελούσαν την Ιη Τάξη. Μαζί τους υπήρχαν οι Ευέλπιδες της ΙΙης Τάξης, που είχαν εισαχθεί στη Σχολή στις 29 Οκτωβρίου 1939 και οι Ευέλπιδες της ΙΙΙης Τάξης που είχαν εισαχθεί την 5η Νοεμβρίου του 1938. Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων τη στιγμή εκείνη ήταν ο υποστράτηγος Ναπολέων Μπατάς.

Υποστράτηγος Ναπολέων Μπατάς.


Με την κήρυξη του πολέμου οι Ευέλπιδες της ΙΙης Τάξης ονομάστηκαν ανθυπασπιστές και έλαβαν φύλλα πορείας για το μέτωπο.  Ομοίως ακολούθησαν και οι Ευέλπιδες της ΙΙΙης Τάξης που ονομάστηκαν ανθυπολοχαγοί και από την 29η Οκτωβρίου αποτέλεσαν την Τάξη του 1940 Β’. Οι Ευέλπιδες της Ιης Τάξης, με εξαίρεση τους εξ ιδιωτών προερχομένους, παρέμειναν στη Σχολή και εκπαιδεύονταν εντατικά μέχρι την εισβολή των Γερμανών τον Απρίλιο του 1941. Λίγες μέρες μετά στις 8 Νοεμβρίου ο διοικητής της Σχολής Υποστράτηγος Μπατάς λαμβάνει φύλλο πορείας για το μέτωπο και τη θέση του στη σχολή παίρνει ο Συνταγματάρχης Πεζικού Αθανάσιος Στυμφαλιάδης.

Οι νικηφόρες μάχες του Ελληνικού Στρατού κατά των Ιταλών συνεχίζονταν μέχρι την εμπλοκή των Γερμανών στον πόλεμο. Η πρώτη σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών γίνεται στις 6 Απριλίου 1941 στη γραμμή Μεταξά. Αν και ο Ελληνικός Στρατός αντιστεκόταν σθεναρά απέναντι σε υπέρτερες γερμανικές δυνάμεις την πρώτη μέρα των συγκρούσεων έχασε δύο από τα οχυρά και στις 9 Απριλίου οι εκεί μαχόμενες ελληνικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Οι Γερμανοί συνέχισαν την ίδια ημέρα και κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη. Η υποχώρηση των ελληνικών και συμμαχικών στρατευμάτων είχε ξεκινήσει. Στις 15 Απριλίου η γραμμή άμυνας του Ελληνικού Στρατού βρισκόταν στις Θερμοπύλες.

Μέσα στη σύγχυση που επικράτησε από την κατάρρευση του μετώπου και την προέλαση των Γερμανών, η Σχολή Ευελπίδων είχε ξεχαστεί και δεν είχε λάβει διαταγές. Οι Ευέλπιδες ζήτησαν να μεταβούν στις Θερμοπύλες και να ενισχύσουν τις εκεί δυνάμεις αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε από την ηγεσία της Σχολής. Μια ομάδα 9 Ευέλπιδων, με επικεφαλής τον έφεδρο εκ μονίμων Υπολοχαγό Μηχανικού Νικόλαο Λυγιδάκη, ζήτησε να επιτραπεί στους πρωτοτετείς Ευέλπιδες να φύγουν από την Αθήνα και να πολεμήσουν μαζί με τον Στρατό. Οι αιτήσεις τους προς τους στρατιωτικούς ακόλουθους της Αγγλικής και Αμερικανικής πρεσβείας δεν έγιναν δεκτές.

Άλλωστε η απόφαση της Στρατιωτικής Διοίκησης Αθηνών ήδη από το βράδυ της 22ας Απριλίου 1941 ήταν οι Ευέλπιδες να χρησιμοποιηθούν για την τήρηση της τάξης στην πρωτεύουσα. Η διαταγή που εξεδόθη την επομένη δεν έγινε δεκτή από τους Ευέλπιδες. Η στάση τους έγινε περισσότερο αποφασιστική μετά το διάγγελμα του Βασιλέως που ανέφερε πως ο ίδιος και η Κυβέρνηση του θα μεταφέρονταν στη Κρήτη για να συνεχιστεί εκεί ο αγώνας. Τότε οι Ευέλπιδες αποφάσισαν να μεταβούν και αυτοί στη Μεγαλόνησο με οποιαδήποτε τρόπο και μέσο, παρά να μείνουν στην Αθήνα. Η ανυπακοή των πρωτοετών ευέλπιδων ανάγκασε τον υπηρεσιακό διοικητή της Σχολής Αντισυνταγματάρχη Ευστάθιο Καμαρινό –που αντικαθιστούσε για λίγες μέρες τον Συνταγματάρχη Στυμφαλιάδη- να επιχειρήσει ανεπιτυχώς να συλλάβει τον αρχηγό των Ευέλπιδων Υπολογαχό Λυγιδάκη. Η ενέργεια αυτή ανάγκασε τους Ευέλπιδες να προβούν σε κατάληψη των πυλών του στρατοπέδου και στην εγκατάσταση ένοπλης φρουράς, ενώ παράλληλα συνέχιζαν τις προετοιμασίες για την αναχώρησή τους.

Για να μεταπείσει τους στασιαστές ευέλπιδες έφτασε στη Σχολή ο Επιτελάρχης της Στρατιωτικής Διοικήσεως Αθηνών Συνταγματάρχης Πεζικού Θωμάς Πεντζόπουλος, που στα χρόνια της κατοχής διετέλεσε για μικρό χρονικό διάστημα διοικητής του Αρχηγείου των Εθνικών Ομάδων του ΕΔΕΣ στη Θεσσαλία. Παρά τις πολύωρες διαπραγματεύσεις οι Ευέλπιδες δεν άλλαξαν άποψη και το αίτημά τους έγινε αναγκαστικά αποδεκτό, με το αιτιολογικό πως δεν κανένας δεν έχει το δικαίωμα να στερήσει από τους νεαρούς πρωτοετείς την επιθυμία τους να υπερασπιστούν την πατρίδα τους.

Ξημερώματα της 24ης Απριλίου οι Ευέλπιδες ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Για τη μεταφορά τους προχώρησαν σε επίταξη 20 αυτοκινήτων ιδιωτών αλλά και αυτοκινήτων του Ερυθρού Σταυρού. Μαζί τους πήραν και τον ατομικό οπλισμό τους που αποτελούνταν από όπλα Μάουζερ, 3.000 φυσίγγια, 5 οπλοπολυβόλα Λεμπέλ και 200 χειροβομβίδες Μιλς. Η φάλαγγα των αυτοκινήτων που μετέφεραν τους 300 νεαρούς Ευέλπιδες ακολούθησε το δημόσιο δρόμο Αθήνα-Κόρινθος-Τρίπολη. Στις 7 το πρωί έγιναν αντιληπτά από την Γερμανική αεροπορία και βομβαρδίστηκαν στην περιοχή μεταξύ Χιλιμοδίου και Νεμέας, ευτυχώς χωρίς να υπάρξουν απώλειες. Μετά από το δυσάρεστο αυτό γεγονός, αποφασίζουν να μετακινούνται μόνο νύχτα. Έτσι φτάνουν στο Γύθειο το βράδυ της 25ης προς 26ης Απριλίου. Εκεί οι ντόπιοι τους προμηθεύουν με διάφορα φαγώσιμα είδη. Ακολούθως επιβιβάζονται στα καΐκια και ξεκινούν το περιπετειώδες ταξίδι για την Κρήτη.

Το πρωί της 27ης Απριλίου το μεγάλο καΐκι που μετέφερε 250 Ευέλπιδες έφτασε στα Κύθηρα ενώ το μικρότερο καΐκι έφτασε στη δυτική πλευρά του Ακρωτηρίου Μαλέας λόγω του ότι βομβαρδίσθηκε από τα αεροπλάνα των Γερμανών. Την επομένη προσέγγισε και αυτό τα Κύθηρα και ακολούθως και τα δύο μαζί έφτασαν στη Κρήτη. Οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ψευδώς μέσω του Ραδιοφωνικού Σταθμού των Αθηνών ότι τα δύο πλοιάρια καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ιδιαίτερη σημασία είχε η ανακοίνωση του ραδιοφωνικού σταθμού της Μόσχας για την μετάβαση των Ευέλπιδων στη Κρήτη. Στις 2 Μαΐου ο σοβιετικός ανταποκριτής ανέφερε: « Η ψυχή των ηρώων της αρχαίας Ελλάδος δεν έλειψε και από τους σύγχρονους Έλληνες. Μετά την Αλβανία και τα οχυρά, η Κρήτη θα δώση το τελευταίο χτύπημα εις τους Ναζήδες του Χίτλερ. Τα παλληκάρια της, εκείνα που φθάνουν καθημερινά από την Ελλάδα στην Κρήτη, θα πολεμήσουν αποφασιστικά, αν ο Χίτλερ τολμήση να κτυπήση εκεί... 300 Ευέλπιδες πέρασαν από την Ελλάδα στην Κρήτη με την απόφαση να θυσιασθούν, αλλά να μην αφήσουν να περάσει ο εχθρός στη στερνή ελεύθερη γη».

Στις 29 Απριλίου μετά από πολλές ώρες ταλαιπωρίας και κινδύνων φτάνουν οι ευέλπιδες στη βορειοδυτική Κρήτη και συγκεκριμένα στο μικρό θαλάσσιο χωριό Κολυμπάρι που βρίσκεται 24 χιλιόμετρα δυτικά από την πόλη των Χανίων. Στρατωνίζονται στην Ιερά Μονή της Παναγιάς της Οδηγήτριας συνολικά 300 ευέλπιδες και 10 αξιωματικοί. Στο μοναστήρι οι ευέλπιδες συγκροτήθηκαν σε Τάγμα 2 λόχων και ξεκίνησαν εντατική εκπαίδευση σε αντικείμενα κυρίως πεζικού μέχρι την 16η Μαΐου. Ακολούθησαν εξετάσεις και είχε προγραμματισθεί την 20η Μαΐου να ορκιστούν και να λάβουν φύλλα πορείας ώστε να παρουσιαστούν την ίδια ημέρα στα 8 Συντάγματα Πεζικού του νησιού.

Από το πρωί της 20ης Μαΐου ωστόσο, οι Γερμανοί ξεκίνησαν τις πρώτες επιθέσεις τους. Η μάχη της Κρήτης μόλις ξεκινούσε. Μετά από έντονο βομβαρδισμό των αεροπλάνων της Λουφτβάφε Γερμανοί αλεξιπτωτιστές της 7ης Αεροκίνητης Μεραρχίας ρίχνονται στα αεροδρόμια Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Γενικά οι δυνάμεις των Γερμανών ήταν συντριπτικά υπέρτερες σε σχέση με αυτές των Ελλήνων και των συμμάχων. Για να αντιληφθούμε την διαφορά μόνο στα εναέρια μέσα οι σύμμαχοι διέθεταν μόνο 36 αεροσκάφη ενώ οι επιτιθέντες Γερμανοί διέθεταν 300 βομβαρδιστικά μεγάλης εμβέλειας, 200 με 300 βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως και περισσότερα από 300 μαχητικά.

Παρόλα αυτά, οι επιθέσεις της πρώτης μέρας είχαν τεράστιες απώλειες για τους Γερμανούς. Στα Χανιά ρίφθηκαν από τα αεροσκάφη της Λουφτβάφε περίπου 2.000 αλεξιπτωτιστές που υπέστησαν σοβαρές απώλειες γεγονός που οδήγησε σε αποτυχία τις προσπάθειες του εχθρού να καταλάβει την πόλη των Χανίων καθώς και τον έλεγχο των δρόμων που οδηγούσαν στη Σούδα. Παρόμοια αρνητικά αποτελέσματα είχαν οι επιθέσεις των Γερμανών σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Μόνο στο Μάλεμε κατόρθωσαν να καταλάβουν την ανυπεράσπιστη δυτική πλευρά του αεροδρομίου.

Οι Ευέλπιδες την πρώτη μέρα των επιθέσεων των Γερμανών βρίσκονταν στο Κολυμπάρι. Με τον βομβαρδισμόοι 2 λόχοι των Ευέλπιδων εγκαταστάθηκαν αμυντικά στα νοτιοδυτικά υψώματα της Χερσονήσου Ροδοπού. Εναντίον τους κινήθηκε ένα εμπειροπόλεμο τμήμα αλεξιπτωτιστών, το οποίο ήρθε σε επαφή με τους αμυνόμενους ευέλπιδες στα υψώματα της Μονής Γωνιάς. Αυτή η μάχη αποτέλεσε το βάπτισμα του πυρός για τους Ευέλπιδες. Ο πρώτος νεκρός των ευέλπιδων ήταν ο Νικόλαος Ιατρούλης, εύελπις Ιης Τάξης που ανήκε στον 1ο λόχο. Με την επίθεση των υπέρτερων γερμανικών δυνάμεων, μπήκε στο μάχη και ο 2ος λόχος των Ευέλπιδων, που λίγες ώρες μετά έδωσε τον δεύτερο νεκρό της Σχολής, τον εύελπι Ιης Τάξης Γεώργιο Κουβελίδη.

Νικόλαος Ιατρούλης (patris.gr)


Το απόγευμα της ίδιας μέρας οι Ευέλπιδες βρίσκονταν σε δυσχερή θέση καθώς αφενός είχαν έλλειψη πυρομαχικών και αφετέρου είχαν περικυκλωθεί από τον εχθρό. Για να αποφύγουν την αιχμαλωσία και τον θάνατο, αποφασίστηκε να αποχωρήσουν αθόρυβα την ίδια νύχτα. Με τη βοήθεια των κατοίκων της περιοχής ο διοικητής του λόχου κατορθώνει να περάσει τους Ευέλπιδες μέσα από τις γραμμές του εχθρού με κίνηση προς τα Λευκά Όρη. Έτσι τα ξημερώματα της 21ης Μαΐου οι Ευέλπιδες εγκαταστάθηκαν στο χωριό Δελιανά.

Στόχος των Ευέλπιδων ήταν να φτάσουν στη πόλη των Χανίων. Το βράδυ της 28ης  Μαΐου φτάνουν με κόπο στα Σφακιά. Εκεί ο διοικητής της Σχολής Αντισυνταγματάρχης Λουκάς Κίτσος ενημερώνει τους στρατιώτες του πως σύμφωνα με διαταγή της Κυβέρνησης η Σχολή διαλύεται ενώ δόθηκαν διαταγές σε όσους ευέλπιδες το επιθυμούσαν να αναπτύξουν αντάρτικη δράση στα βουνά της Κρήτης. Όσοι επέζησαν επέστρεψαν στην Ελλάδα και συμμετείχαν στην αντίσταση, ενώ από τους πρωτοετείς ευέλπιδες 12 μόνο κατόρθωσαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Πεζικού Κωνσταντίνο Πρασσά. Εκεί δημιούργησαν τον θρυλικό Ιερό Λόχο με διοικητή τον Συνταγματάρχη Χριστόδουλο Τσιγάντε και συμμετείχαν μεταξύ άλλων σε καταδρομικές επιδρομές που ελευθέρωσαν τα νησιά του Αιγαίου, ενώ κάποιοι έφτασαν στο Ρίμινι της Ιταλίας και πολέμησαν τους Γερμανούς.

Στην Ελλάδα, οι ευέλπιδες εντάχθηκαν μαζικά στην αντίσταση. Άλλοι εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ και άλλοι στις Εθνικές Ομάδες του ΕΔΕΣ καθώς και στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων της ΕΚΚΑ. Επίσης ευέλπιδες ενετάχθησαν στην ΠΑΟ για όσο αυτή επέζησε αλλά και στις Εθνικές Ομάδες Αντίστασης στην Πελοπόννησο, καθώς και στις οργανώσεις Βρεττάκου και Γιαννακόπουλου μετά τη διάλυση των Ομάδων από τον ΕΛΑΣ.

Επίσης πολλοί ευέλπιδες παρέμειναν στην πρωτεύουσα και εντάχθηκαν στις αστικές οργανώσεις. Οι περισσότεροι συμμετείχαν στην «Χ» του Γεωργίου Γρίβα αλλά και στην οργάνωση Ρωμυλία, Αυλών και Νήσοι, γνωστότερη με τα αρχικά της ΡΑΝ, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Βεντήρης. Λιγότεροι ευέλπιδες πρόσφεραν υπηρεσίες στους συμμάχους για λογαριασμό είτε της Ιντέλιτζενς Σέρβις είτε της SOE, αναλαμβάνοντες αποστολές κατασκοπίας και δολιοφθορών κατά των κατακτητών. Συνολικά εντάχθηκαν στην Εθνική Αντίσταση 268 Ευέλπιδες ενώ διέφυγαν στη Μέση Ανατολή 154.

Στις αρχές του 1944 κάποιοι αναγκάστηκαν να ενταχθούν στα Τάγματα Ασφαλείας καθώς το τότε κατοχικό Υπουργείο Εθνικής Άμυνας υπερψήφισε αναγκαστικό νόμο που υποχρέωνε τους ευέλπιδες να στρατολογηθούν στα Τάγματα. Επιπλέον, σύμφωνα με Νομοθετικό Διάταγμα της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη, όσοι ευέλπιδες συμμετείχαν στην Αντίσταση διαγράφονταν από τα Μητρώα του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης και δημεύονταν η περιουσία τους. Σκοπός του εν λόγω νομοθετήματος ήταν να περιορίσει τη συμμετοχή των ευέλπιδων στην αντίσταση κατά του άξονα. Τα διατάγματα αυτά ωστόσο ακυρώθηκαν μεταπελευθερωτικά από την πρώτη ελεύθερη κυβέρνηση.

Παράλληλα ιδιαίτερα σημαντική ήταν η παρουσία των Ευέλπιδων στη Μέση Ανατολή, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή τους σε όλες τις επιχειρήσεις του Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής στο πλευρό των Συμμάχων στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική με την Ιη Ελληνική Ταξιαρχία στο Ελ Αλαμέιν το φθινόπωρο του 1942, στην Ιταλία με την 3η Ορεινή Ταξιαρχία του Ρίμινι το φθινόπωρο του 1944 καθώς και στα νησιά του Αιγαίου, με τον Ιερό Λόχο το φθινόπωρο του 1943 και στις επιχειρήσεις του 1944. Οι συνολικές απουσίες των Ευέλπιδων στη Μέση Ανατολή ήταν μόλις 3 νεκροί.

Κατά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944 και την αποχώρηση των Γερμανών δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατέλαβαν τα κενά κτίρια της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις του διοικητή της Στρατιωτικής Διοικήσεως Αθηνών Υποστράτηγου Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλου καθώς και μελών της εξόριστης Ελληνικής Κυβερνήσεως του Γεωργίου Παπανδρέου. Οι αντιδράσεις οδήγησαν στην αποχώρηση των συνταγμάτων του ΕΛΑΣ και από τις 14 Οκτωβρίου η Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών εξέδωσε επείγουσα διαταγή επαναλειτουργίας της Σχολής ώστε να συνεχιστεί η φοίτηση των ευέλπιδων της Ιης και ΙΙης Τάξεως που είχε διακοπεί λόγω της επιθέσεως των Ιταλών. Νέος διοικητής της Σχολής τοποθετήθηκε ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Δημήτριος Σαρακατσάνης.

Έτσι από τις 19 Οκτωβρίου η λειτουργία της Σχολής συνεχίστηκε ύστερα από 3,5 χρόνια. Λόγω της συμμετοχής όμως πολλών ευέλπιδων στον Ιερό Λόχο, στη 3η Ορεινή Ταξιαρχία Ρίμινι καθώς και στις αντιστασιακές οργανώσεις, παρουσιάστηκαν στην επαναλειτουργία της Σχολής μόνο 117 Ευέλπιδες της ΙΙης Τάξης σε σύνολο 322 και 139 ευέλπιδες της Ιης Τάξης σε σύνολο 326.

Η εύρυθμη λειτουργία της Σχολής ωστόσο κράτησε λιγότερο από δύο μήνες. Στις 7 Δεκεμβρίου 1944 και ενώ είχαν ξεκινήσει οι ένοπλες συγκρούσεις στην πρωτεύουσα, ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε εναντίον της απομονωμένης Σχολής. Οι αμυνόμενοι ευέλπιδες που είχαν την ενίσχυση ανδρών της Βασιλικής Χωροφυλακής αλλά και μιας Βρετανικής μονάδας αρμάτων που στρατωνίζονταν τότε στη Σχολή, προέβαλαν αντίσταση. Υπήρχαν 17 τραυματίες και 2 νεκροί, ο Υπολοχαγός Πεζικού Αθανάσιος Ράντος και ο εύελπις Ιης Τάξης Δημήτριος Πούλος.

Το πρωί της 11ης Δεκεμβρίου, κατόπιν διαταγής του Στρατηγού Σκόμπυ, το προσωπικό της Σχολής εκκένωσε τις εγκαταστάσεις και με τη βοήθεια ενός αγγλικού λόχου μεταφέρθηκε στα Παλαιά Ανάκτορα. Οι εγκαταστάσεις καταλήφθηκαν από τμήματα του ΕΛΑΣ τα οποία προξένησαν σοβαρές ζημιές, με κυριότερη την καταστροφή του ιστορικού αρχείου της Σχολής.

Στα τέλη του μήνα εξεδόθη Βασιλικό Διάταγμα και νόμος της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας που καθόριζε την προαγωγή 166 Ανθυπασπιστών της ΙΙης Τάξης σε Ανθυπολοχαγούς και την προαγωγή 146 μαθητών της Ιης Τάξης σε Ανθυπασπιστές Πεζικού. Μετά από αυτές τις ενέργειες οι μαθητές της Σχολής διατέθηκαν στα Τάγματα Εθνοφυλακής και σε Κέντρα Εκπαίδευσης.

Έτσι μέχρι τα μέσα του Φεβρουαρίου 1945 η Σχολή συνέχιζε να υπολειτουργεί ενώ σταδιακά επέστρεφαν στην Ελλάδα παλαιοί μαθητές της που συμμετείχαν στον Ιερό Λόχο και στην 3η Ορεινή Ταξιαρχία, και τοποθετούνταν σαν Αξιωματικοί πλέον σε ανάγκες της Σχολής. Επιπλέον, η έδρα της Σχολής επέστρεψε στις μόνιμες εγκαταστάσεις της σε κτίρια του Πεδίον του Άρεως ξεκινώντας παράλληλα την αποκατάσταση των ζημιών που είχαν διαπράξει τα τμήματα του ΕΛΑΣ κατά το δεκεμβριανό κίνημα. Τη φρούρηση του στρατοπέδου της Σχολής Ευελπίδων καθ'όλη τη διάρκεια του 45 είχε αναλάβει αρχικά η Χωροφυλακή και ακολούθως η Εθνοφυλακή.

Εν κατακλείδι, από την κήρυξη του ελληνοιταλικού πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940 μέχρι και την λήξη των επιχειρήσεων του Ιερού Λόχου την 9η Μαΐου 1945, οι απώλειες των Ευέλπιδων ήταν σοβαρές καθώς συνολικά υπήρξαν 55 νεκροί και αγνοούμενοι. Ενώ στάλθηκαν ως όμηροι τουλάχιστον 7 ευέλπιδες σε διάφορα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης του Άξονα.


Σχόλια