Το πόνημα του Σωτήριου Λέκκα "Η μάχη του Μαντζικέρτ και οι συνέπειές της στη Βυζαντινή αυτοκρατορία" αποτελεί επεξεργασμένη έκδοση της μεταπτυχιακής εργασίας του συγγραφέα. Διαβάζοντας κανείς το κείμενο αντιλαμβάνεται την έκδηλη πίστη του συγγραφέα πως όλα τα δεινά που βιώνει ο Ελληνισμός σήμερα ξεκινούν από τη μάχη αυτή. Στο πρώτο κεφάλαιο, ο κύριος Λέκκας κάνει μια συνοπτική αναφορά στις πηγές που επέλεξε να χρησιμοποιήσει, οι οποίες είναι συνολικά 26 και χωρίζονται σε δυτικές, ανατολικές, βυζαντινές και μουσουλμανικές.
Από το δεύτερο κεφάλαιο ξεκινάει η εξιστόρηση των γεγονότων. Αναφέρεται στην γενικότερη πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Ανατολή μέσα σε δύο υποκεφάλαια. Στο πρώτο υποκεφάλαιο εστιάζει στην πολιτική κατάσταση του Βυζαντίου την περίοδο 1025-1068. Τα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας άλλωστε το Βυζάντιο ήταν πανίσχυρο πολιτικά, οικονομικά αλλά και πολιτιστικά. Επί Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου έφτασε στην μεγαλύτερη ακμή της κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους. Τότε καταλύθηκε το κράτος του Βούλγαρου ηγεμόνα Σαμουήλ που τόσα προβλήματα είχε προκαλέσει στους Βυζαντινούς. Παράλληλα ο Βουλγαροκτόνος προσάρτησε και ανακατέλαβε εδάφη στη Μικρά Ασία. Στην οικονομία καταλυτική για την αυτοκρατορία ήταν η τάξη των ελεύθερων αγροτών και των μικροκαλλιεργητών. Οι πρώτοι μάλιστα ήταν σημαντικοί όχι μόνο για την οικονομία αλλά και για τον βυζαντινό στρατό καθώς εκμεταλλεύονταν τα «στρατιωτικά κτήματα». Για την σημαντικότητα των αγροτών ο αυτοκράτορας θέσπισε μέτρα, όπως ο νόμος του αλληλέγγυου και η άρση της διαγραφής, που προστάτευαν τους ελεύθερους αγρότες από τους μεγαλογαιοκτήμονες. Η αντιαριστοκρατική πολιτική του Βουλγαροκτόνου απειλήθηκε από κινήματα αριστοκρατών όπως αυτά του Βάρδα Φωκά και του Βάρδα Σκληρού, που τελικά ηττήθηκαν από τα στρατεύματα του αυτοκράτορα. Ο Βουλγαροκτόνος πέθανε τον Δεκέμβριο του 1025 αλλά είχε δημιουργήσει μια αυτοκρατορία ισχυρή τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά.
Οι διάδοχοί του όμως δεν κατάφεραν να την διατηρήσουν έτσι. Από τον θάνατο του Βουλγαροκτόνου το 1025 μέχρι το 1068 που ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Ρωμανός Δ΄Διογένης, υπήρξαν έντεκα εναλλαγές αυτοκρατόρων που στην συντριπτική τους πλειοψηφία ακολούθησαν πολιτική αντίθετη με αυτή του Βουλγαροκτόνου. Δηλαδή πολιτική υπέρ της αριστοκρατίας, των δυνατών και των μεγαλογαιοκτημόνων καταργώντας προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Βουλγαροκτόνος στις κατώτερες τάξεις. Επίσης κατέφυγαν στη βαριά φορολογία των μικρών τάξεων ενώ οι ίδιοι απολάμβαναν και κατασπαταλούσαν τα χρήματα για λογαριασμό της Αυλής τους. Προχώρησαν επίσης σε μεγάλες περικοπές στις στρατιωτικές δαπάνες μειώνοντας έτσι την δυναμική του βυζαντινού στρατού. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δούκα, ο οποίος παρά την απειλή των Σελτζούκων Τούρκων προτίμησε να χάσει η αυτοκρατορία την πόλη του Ανίου το 1065 για να μη σπαταλήσει χρήματα του κρατικού ταμείου εφόσον έστελνε ενισχύσεις. Περισσότερες πληροφορίες για την πολιτική των διαδόχων του Βουλγαροκτόνου παρέχονται από τον συγγραφέα στις σελίδες 30-48 του βιβλίου.
Στο δεύτερο υποκεφαλαίο του δευτέρου κεφαλαίου ο συγγραφέας κάνει μια ευσύνοπτη αναφορά στην πολιτική κατάσταση του ισλαμικού κόσμου στην Ανατολή. Τον 8ο αιώνα η ενωμένη μέχρι τότε Αραβική αυτοκρατορία διασπάται τόσο πολιτικά όσο και θρησκευτικά. Η θρησκευτική διάσπαση επηρέασε την ενότητα του Ισλάμ. Οι μουσουλμάνοι χωρίστηκαν στους σουνίτες που θεωρούνταν οι ορθόδοξοι μουσουλμάνοι και στους σιίτες που πίστευαν πως η οικογένεια του Προφήτη είχε τη θεία χάρη και βάσει αυτού θα έπρεπε να συνεχίσει να κυβερνάει. Οι Τούρκοι άρχισαν να εισχωρούν στον ισλαμικό κόσμο στα μέσα του 9ου αιώνα όταν ο χαλίφης Αλ – Μουτασίμ της δυναστείας των Αββασιδών δημιούργησε μια φρουρά σωματοφυλάκων από ξένους μισθοφόρους για να εξασφαλίσει πως δεν θα επεδίωκαν την ανατροπή του. Σταδιακά οι πρώτοι Τούρκοι μισθοφόροι ασπάστηκαν το Ισλάμ και το σουνιτικό δόγμα του. Το παράδειγμα των Αββασιδών ακολούθησε και η δυναστεία των Φατιμιδών. Έτσι οι Τούρκοι εισχώρησαν και σε αυτή τη δυναστεία.
Όπως γράφει ο συγγραφέας (σελ. 52-53): «Ο προσηλυτισμός των Τούρκων στο Ισλάμ ήταν σπουδαίας σημασίας για τον Ισλαμικό κόσμο, ο οποίος είχε μπει σε μια περίοδο παρακμής σε όλα τα επίπεδα. Ο εξισλαμισμός των Τούρκων έδωσε στο Ισλάμ νέα ώθηση. Η εισχώρηση μιας νέας μεγάλης πληθυσμιακής μάζας σε μια δυναμική θρησκεία, όπως το Ισλάμ, έδωσε το σφρίγος που έλειπε από τους μουσουλμάνους μετά την περίοδο των μεγάλων κατακτήσεων. Οι νεοφώτιστοι, όντας ικανοί πολεμιστές, ανέλαβαν να πολεμήσουν τους εχθρούς του Ισλάμ, είτε αυτοί ήταν «άπιστοι» είτε ήταν αιρετικοί».
Κομβικής σημασίας για την καθιέρωση των Τούρκων θεωρείται η οριστική κατάληψη της Βαγδάτης το 1060 από τον Τουγρούλ Μπεκ. Με τη νίκη αυτή ο Τουγρούλ ανέδειξε τους Τούρκους ως ηγέτιδα δύναμη του τότε μουσουλμανικού κόσμου. Ο αρχηγός των Σελτζούκων εγκαταστάθηκε στην κατακτημένη πόλη ως σουλτάνος και συγκέντρωσε τις πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες στα χέρια του. Το 1063 ο Τουγρούλ πεθαίνει και σουλτάνος ορίζεται ο ανηψιός του Αλπ Αρσλάν που συνεχίζει την πολιτική του θείου του, δηλαδή την επέκταση του Ισλάμ εναντίον των «απίστων». Όπου «άπιστοι» θεωρούνταν βεβαίως και οι Βυζαντινοί.
Το τρίτο κεφάλαιο αποτελεί το πλέον σημαντικό μέρος του βιβλίου. Αναφέρεται στην άνοδο του Ρωμανού του Δ’ Διογένη στον θρόνο του αυτοκράτορα και βεβαίως στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. Ο Ρωμανός ορίστηκε αυτοκράτορας για να πετύχει αυτό που δεν κατάφεραν οι 11 αυτοκράτορες μετά τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο. Να δώσει λύση, σαν άριστος γνώστης των στρατιωτικών θεμάτων, στις εξωτερικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας. Πράγματι κατάφερε την αναδιοργάνωση του στρατού των Βυζαντινών παρά τη διάλυση που είχε υποστεί από την πολιτική προηγούμενων αυτοκρατόρων. Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα: η κατάληψη της Ιεράπτερας, του Χαλεπίου και της Αντιόχειας. Επίσης ο στρατός του Ρωμανού έδρασε αποφασιστικά μπροστά στις επιδρομές των Σελτζούκων κατά βυζαντινών πόλεων στην Ανατολία και στη Κεντρική Μικρά Ασία. Η χαρακτηριστικότερη εκστρατεία του Ρωμανού κατά των Τούρκων ήταν αυτή της ανάκτησης της πόλεως του Μαντζικέρτ το 1071. Ο στρατός που είχε κατορθώσει να δημιουργήσει ο Ρωμανός ήταν ο καλύτερος των τελευταίων ετών και παρά την ανομοιογένειά του, λόγω πολλών μισθοφόρων διαφορετικών εθνοτότων, πειθαρχούσε στον αυτοκράτορα. Αρχικά πέρασε στην Ελενόπολη και φτάνοντας στο Άρτζη ο Ρωμανός έστειλε ένα μέρος των στρατευμάτων του υπό την ηγεσία του Γερμανού μισθοφόρου Ουρσελίου να καταλάβει την πόλη. Ο ίδιος με το υπόλοιπο στράτευμα κατευθύνθηκε για την απελευθέρωση του Μαντζικέρτ που από το 1070 είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Φτάνοντας έξω από την πόλη ο αυτοκράτορας αντιλήφθηκε ότι η φρουρά που το υποστήριζε ήταν μικρή. Έτσι θεώρησε ότι ήταν προτιμότερο να ενισχύσει περισσότερο τα στρατεύματα του σε άλλες περιοχές όπως παραδείγματος χάριν το Χλιάτ. Μερικοί ερευνητές θεωρούν λανθασμένη την απόφαση αυτή του Ρωμανού. Ωστόσο το αποτέλεσμα δικαίωσε τον Βυζαντινό αυτοκράτορα καθώς η φρουρά της πόλης αντιστάθηκε μόλις για μια μέρα και ο στρατός του Ρωμανού εισήλθε θριαμβευτικά στο Μαντζικέρτ. Παρά την απώλεια της πόλης οι Τούρκοι από την επόμενη μέρα άρχισαν να επιτίθενται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στους Βυζαντινούς. Ιδιαίτερα οι νυχτερινές επιθέσεις αιφνιδίασαν και προκάλεσαν πανικό σε μέρος του βυζαντινού στρατεύματος. Παράλληλα οι Τούρκοι κυρίευσαν την όχθη του ποταμού και στέρησαν από τον στρατό του Ρωμανού το πόσιμο νερό. Τα χειρότερα ήρθαν με την προδοσία μέρους των μισθοφόρων που εντάχθηκαν στον τουρκικό στρατό αλλά και με την συνειδητή παρακοή του μάγιστρου Ταρχανειώτη που ενώ είχε διαταχθεί να ρθει ως ενίσχυση με το στράτευμά του στο Μαντζικέρτ αυτός απέφυγε να πραγματοποιήσει την διαταγή του Ρωμανού.
Οι Τούρκοι έστειλαν αντιπροσωπεία που ζήτησε διαπραγματεύσεις για ανακωχή αλλά ο Ρωμανός αρνήθηκε πιστεύοντας ότι αποσκοπούσαν να κερδίσουν χρόνο και να προετοιμαστούν καλύτερα για νέες επιθέσεις. Έτσι προετοίμασε τα στρατεύματά του και πήρε την πρωτοβουλία για την έναρξη της μάχης. Ο συγγραφέας αναλύει τον τρόπο παράταξης των δύο στρατευμάτων στη μάχη παραθέτοντας και σχετικά διαγράμματα. Επίσης τονίζει την τεχνική των Σελτζούκων και τον τρόπο που επέλεξαν να φθείρουν τον βυζαντινό στρατό με τα τόξα τους ώστε να αποφύγουν την άμεση εμπλοκή. Έτσι οι Βυζαντινοί έχαναν το πλεονέκτημα που αναμφισβήτητα είχαν σε σχέση με τους Τούρκους στο πεδίο της μάχης. Θεωρείται πιθανό οι Τούρκοι να επεδίωκαν την οπισθοχώρηση τους για να αναγκάσουν τους Βυζαντινούς να τους ακολουθήσουν και να πέσουν σε πιθανή ενέδρα τους. Ο Ρωμανός το αντιλήφθηκε αυτό και διέταξε να επιστρέψει ο στρατός στη βάση του. Η διαταγή όμως δεν έγινε αντιληπτή σε μεγάλο μέρος του στρατεύματος. Η αλλαγή πορείας των αυτοκρατορικών λαβάρων παρερμηνεύθηκε και περιέργως μια φήμη πως ο Ρωμανός σκοτώθηκε στη μάχη προκάλεσε πανικό και άτακτη υποχώρηση. Κατά τον συγγραφέα υπαίτιος για την εξάπλωση αυτής της φήμης ήταν ο Ανδρόνικος Δούκας αριστοκρατικής καταγωγής, ο οποίος αντιπροσώπευε το παρηκμασμένο κομμάτι της βυζαντινής κοινωνίας. Η προδοσία του Δούκα είχε ως στόχο να πλήξει τον Ρωμανό.
Τη σύγχυση και την άτακτη υποχώρηση αντιλήφθηκε αμέσως ο στρατηγικός νους του ηγέτη των Τούρκων, Αλπ Αρσλάν. Άμεσα δίνει διαταγή για επίθεση που οδηγεί στην συντριπτική ήττα των Βυζαντινών. Η νίκη των Σελτζούκων διαδόθηκε σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός συνελήφθη με μέρος των αντρών του. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των ερευνητών οι απώλειες των Βυζαντινών υπολογίζονται στο 10% της δύναμής τους. Ο Ρωμανός έμεινε αιχμάλωτος για 8 περίπου μήνες και μετά αφέθη ελεύθερος αφού συνήφθη ειρήνη μεταξύ των δύο πλευρών για τα επόμενα 50 χρόνια. Κλείνοντας το τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εστιάζει στους λόγους της ήττας. Κατά τον ίδιο ο Ρωμανός δεν έφερε ευθύνη για το σύστημα παράταξης του στρατού που σχεδίασε καθώς αυτό ήταν σύμφωνο με τα βυζαντινά πρότυπα. Ο λόγος της ήττας αποδίδεται στον Ανδρόνικο Δούκα που ως επικεφαλής των εφεδρειών δεν έπραξε αυτά που όφειλε να κάνει.
Το 4ο κεφάλαιο αποτελεί συγκριτική προσέγγιση των στοιχείων που παραθέτουν οι πηγές για την μάχη. Αναλύονται τα κοινά σημεία αλλά και οι διαφορές στις περιγραφές από τις βυζαντινές και τις μουσουλμανικές πηγές μέσα σε 15 σελίδες. Η κυρίαρχη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών πηγών πάντως είναι πως στις μουσουλμανικές έχει καίριο ρόλο το θρησκευτικό πρίσμα που αποδίδει την επιτυχή έκβαση της μάχης σε θαύμα.
Στο 5ο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναλύει την ταραγμένη δεκαετία από την εκθρόνιση του Ρωμανού Διογένη μέχρι την άνοδο του Αλεξίου Α’ του Κομνηνού. Μετά τη σύναψη ειρήνης που αποφάσισε ο Ρωμανός με τον Αρσλάν, εκπρόσωποι της αριστοκρατίας στην Αυλή έπεισαν την αυτοκράτειρα Ευδοκία να κηρύξει έκπτωτο τον Ρωμανό και να χρίσει αυτοκράτορα τον πρωτότοκο γιό της Μιχαήλ. Μάλιστα η νέα κυβέρνηση αποφάσισε να ακυρώσει την ειρήνη με τους Σελτζούκους Τούρκους ενέργεια που θα αποδειχθεί λανθασμένη. Επιπλέον ο Ρωμανός θα αντιμετωπιστεί ως εχθρός του κράτους. Θα υπάρξουν προσπάθειες από το νέο αυτοκράτορα να εξουδετερώσει τον Ρωμανό και τον στρατό του. Το 1072 ο Ανδρόνικος Δούκας, που είχε εγκαταλείψει την μάχη στο Μαντζικέρτ, διορίζεται από τον αυτοκράτορα ο νέος στρατηγός που θα αναλάμβανε την εξουδετέρωση του Ρωμανού. Ο Δούκας ανάγκασε τον Ρωμανό να παραδοθεί και ο τελευταίος ασπάστηκε τον μοναχικό βίο για να σώσει τη ζωή του. Η ενέργεια αυτή όμως δεν θα εμποδίσει τον αυτοκράτορα Μιχαήλ να δώσει διαταγή τύφλωσης του Ρωμανού. Λίγες μέρες μετά ο πολέμαρχος του Μαντζικέρτ μην αντέχοντας τα τραύματά του πέθανε στις 4 Αυγούστου του 1072.
Ο θάνατος του Ρωμανού και η ακύρωση της ειρήνης που είχε υπογράψει ο ίδιος με τον Αλπ Αρσλάν έφερε τους Τούρκους πάλι αντιμέτωπους με το Βυζάντιο. Ο Ισαάκιος Κομνηνός έλαβε έντολή από τον αυτοκράτορα να τους αντιμετωπίσει. Η πρώτη μάχη δόθηκε στην Καισάρεια και ήταν νικηφόρα για τους Σελτζούκους. Οι Τούρκοι εντείνουν τις επιδρομές τους στα μικρασιατικά εδάφη. Ταυτόχρονα σχεδόν ο Νορμανδός μισθοφόρος Ουρσέλιος με δύναμη 400 περίπου ανδρών αποστατεί και επιτίθεται κατά των Βυζαντινών. Η αποτυχία του αυτοκράτορα να τον εξουδετερώσει θα οδηγήσει τους Βυζαντινούς στη διπλωματική προσέγγιση των Τούρκων. Έτσι οι τελευταίοι σε μάχη κατά του Ουρσελίου θα τον αιχμαλωτίσουν. Μετά από λίγο καιρό όμως ο Ουρσέλιος θα καταβάλει τα απαιτούμενα λύτρα και θα εξασφαλίσει την ελευθερία του. Έτσι θα συνεχίσει να επιτίθεται κατά του Βυζαντίου. Τη λύση έδωσε ο ανερχόμενος νεαρός στρατηγός Αλέξιος Κομνηνός που κατόρθωσε να φέρει τον Ουρσέλιο αιχμάλωτο στην Κωνσταντινούπολη.
Η δυσφορία όμως για την γενικότερη πολιτική του αυτοκράτορα Μιχαήλ θα προκαλέσει εξεγέρσεις με πιο γνωστές αυτές του Νικηφόρου Βοτανειάτη και του Νικηφόρου Βρυέννιου. Η πίεση κατά του Μιχαήλ ήταν έντονη και ο τελευταίος αναγκάστηκε να παραδώσει τον θρόνο του στον Νικηφόρο Βοτανειάτη. Ο νέος αυτοκράτορας προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Βρυέννιο ανεπιτυχώς. Έτσι τη λύση έδωσε πάλι ο Αλέξιος Κομνηνός που στέλνεται από τον Βοτανειάτη να εξουδετερώσει τον Βρυέννιο. Ο Νικηφόρος Βοτανειάτης όμως οδήγησε την αυτοκρατορία στη χρεοκοπία. Ο στρατός εξεγέρθηκε και ανακήρυξε τον νεαρό Αλέξιο Κομνηνό αυτοκράτορα. Ο τελευταίος πολιόρκησε τον Βασιλεύουσα και εισήλθε νικητής σε αυτή. Τυπικά τον Απρίλιο του 1081 έλαβε το χρίσμα του αυτοκράτορα.
Στο 6ο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναφέρεται στα χρόνια της βασιλείας του Αλεξίου. Την περίοδο αυτή οι Νορμανδοί αποτελούν τον πιο σημαντικό και επικίνδυνο εχθρό της αυτοκρατορίας. Οι απώλειες πολλών κτήσεων για το Βυζάντιο θα αναγκάσουν τον αυτοκράτορα να επιδιώξει συμμαχίες με τους Τούρκους αλλά και με τους Γερμανούς και Βενετούς. Σταδιακά ο Αλέξιος θα κατορθώσει να ανακαταλάβει τα εδάφη που είχε χάσει η αυτοκρατορία από τους Νορμανδούς. Την ίδια περίοδο όμως εμφανίζονται στα Βαλκάνια οι Πατζινάκοι ενώ στη Μικρά Ασία οι Τούρκοι θα αυξήσουν τις επιθέσεις τους. Το γεγονός αυτό θα ωθήσει τον Αλέξιο να ζητήσει τη συνδρομή της Δύσης με την αποστολή μισθοφόρων για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του και να απελευθερώσει εδάφη της αυτοκρατορίας του. Οι δυτικοί ωστόσο έστειλαν τους πρώτους σταυροφόρους που έγιναν δεκτοί από τους Βυζαντινούς με καχυποψία. Παρόλα αυτά, ο Αλέξιος κατόρθωσε να ανακαταλάβει πολλές πόλεις στη Μικρά Ασία με τη βοήθεια των σταυρόφορων με σημαντικότερη αυτή της Νίκαιας.
Στα τελευταία δύο κεφάλαια ο συγγραφέας αναφέρεται αφενός στις συνέπειες της ήττας στο Μαντζικέρτ που σηματοδοτούσε την αρχή της επιβολής του Ισλάμ έναντι του Χριστιανισμού και την σταδιακή κυριαρχία των Τούρκων σε μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας και αφετέρου καταλήγει στο ιδιαίτερα σημαντικό συμπέρασμα πως η ήττα στο Μαντζικέρτ δεν αποτέλεσε το τελειωτικό χτύπημα για την κυριαρχία της αυτοκρατορίας στην Μικρά Ασία αλλά η επιλογή εκθρόνισης του Ρωμανού που οδήγησε στην ακύρωση της ειρήνης με τους Τούρκους, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να εκμεταλλευθούν την κατάσταση και να κατορθώσουν τη μόνιμη εγκατάστασή τους στη Μικρά Ασία.
Εν καταλείδι, η εργασία του Σωτήριου Λέκκα αποτελεί μια ιδιαίτερη και προσεγμένη μελέτη που καλύπτει ένα μεγάλο κενό της σύγχρονης ελληνικής επιστημονικής βιβλιογραφίας. Για τον λόγο αυτό επιβάλλεται να μελετηθεί καθώς όσο και να ακούγεται παράξενο η εποχή στην οποία αναφέρεται το βιβλίο θυμίζει σε πολλά την σημερινή.
Ιωάννης Β. Αθανασόπουλος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου