Η ιστορία της δεκαετίας του 1940 έχει εντέχνως διαστρεβλωθεί εδώ και πολλές δεκαετίες από την ηττημένη στα πεδία των μαχών Αριστερά. Για αυτήν δεν υπήρξε κατοχικός εμφύλιος, ο Δεκέμβριος του 1944 ήταν «η κορωνίδα της αντίστασης του ελληνικού λαού», η λευκή τρομοκρατία ήταν ένας μονομερής εμφύλιος εκ μέρους της δεξιάς, στον οποίο η Αριστερά δεν απαντούσε μέχρι το τέλος του 1946. Οι συγκρούσεις του 1946-1949 ήταν ο αγώνας των δημοκρατικών δυνάμεων κατά των μοναρχοφασιστών. Όπως είπε ο Γάλλος ακαδημαϊκός Ραιημόν Καρτιέ «η Αριστερά είναι τεχνήτρα επιδέξια στην πλαστογράφηση της Ιστορίας».
Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτή την πλαστογράφηση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση η ιστορία του Παιδομαζώματος. Για την Αριστερά δεν υπάρχει παιδομάζωμα αλλά παιδοσώσιμο, ώστε να γλιτώσουν τα μικρά παιδιά τα δεινά του πολέμου και τους βομβαρδισμούς των Αμερικανών. Απάντηση σε όλα αυτά δίνει το νέο πόνημα του καθηγητή κ. Μπουγά. Πρόκειται για μια εμπεριστατωμένη μελέτη, με πληθώρα μαρτυριών οι περισσότερες εκ των οποίων παρουσιάζονται για πρώτη φορά, που καλύπτουν το όλο ζήτημα δίνοντας απαντήσεις στον καλόπιστο ερευνητή και στον απροκατάληπτο αναγνώστη.
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο βιβλίο «τα παιδιά ήταν μια επένδυση του ΚΚΕ για το μέλλον». Πράγματι, το ΚΚΕ προέβη στο παιδομάζωμα ξεκάθαρα για λόγους έλλειψης εφεδρειών στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Αργότερα παραδέχθηκε ο Μάρκος Βαφειάδης πως το 1947 η εθελοντική κατάταξη στον ΔΣΕ δεν έφτανε ούτε το 10%. Έτσι το παιδομάζωμα λειτούργησε με τρόπο εκβιαστικό για τους γονείς των παιδιών που έδωσαν ή αναγκάστηκαν να δώσουν τα παιδιά τους. Σημειωτέον, η εθελοντική προσφορά των παιδιών από τους γονείς ίσχυε μέχρι τα μέσα του ’48, οπότε έπαψαν οι άνθρωποι του ΚΚΕ να ζητούν τη συγκατάθεση των γονέων. Αποτέλεσε επομένως ένα είδος ομηρείας, που εξασφάλιζε στο ΚΚΕ το γεγονός ότι οι γονείς δεν θα λιποτακτούσαν έχοντας τα παιδιά τους στο Παραπέτασμα.
Ιδιαίτερα σημαντικοί ήταν οι τρόποι προπαγάνδας των στελεχών του Κόμματος ώστε να πεισθούν οι γονείς να δώσουν τα παιδιά τους. Σύμφωνα με μαρτυρίες που αναφέρονται αναλυτικά στο πόνημα, οι καθοδηγητές τόνιζαν στους γονείς πως τα παιδιά θα σταλούν στις λαϊκές δημοκρατίες για μικρό χρονικό διάστημα μέχρι να περάσει η μπόρα του πολέμου. Ήταν ένα συνειδητό ψέμα αλλά δεν ήταν και το μοναδικό. Δίναν υποσχέσεις στους γονείς πως τα παιδιά τους θα ζουν σε άνετα σπίτια, πως θα μορφωθούν...
Η αλήθεια είναι, όπως προκύπτει από μαρτυρίες που αναφέρονται ονομαστικά στο βιβλίο, πως τα παιδιά πολλές φορές ζούσαν στοιβαγμένα σε στάβλους, πεινασμένα, μέσα στις ψείρες ενώ οι καπετάνιοι του αυτοαποκαλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού» και οι έμπιστοί τους απολάμβαναν τα πλέον εκλεκτά τρόφιμα που βεβαίως επιτάσσονταν από τους φτωχούς χωρικούς.
Τα μεγαλύτερα παιδιά του παιδομαζώματος στέλνονταν στις λαϊκές δημοκρατίες και επέστρεφαν μετά από λίγο καιρό στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι, αφού υποτίθεται είχαν «εκπαιδευθεί», για να πολεμήσουν κατά του Ελληνικού Στρατού, τον οποίο η προπαγάνδα του ΚΚΕ τον παρουσίαζε «μοναρχοφασιστικό». Η λειψανδρία ανταρτών στις τάξεις του ΔΣΕ οδήγησε το ΚΚΕ στην απόφαση αυτή. Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο: «σκοπός του παιδομαζώματος ήταν να δημιουργήσουν ένα φυτώριο έμψυχου υλικού για το αντάρτικο». Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που στέλνονταν στο αντάρτικο ήταν ανήλικα, στην πλειοψηφία τους κάτω των 14άρων ετών. Σύμφωνα με γιουγκοσλαβικές και πολωνικές πηγές 2.000 παιδιά του παιδομαζώματος στάλθηκαν στα μέτωπα των συγκρούσεων του 1948-1949.
Πολύ σημαντικός είναι επίσης ο ρόλος του Διεθνούς Κομμουνισμού στην απόφαση λήψης και εφαρμογής της αρπαγής των παιδιών. Κατά τον συγγραφέα δεύτερος καίριος σκοπός του παιδομαζώματος ήταν η δημιουργία φανατικών κομμουνιστών που με την επιστροφή τους στην Ελλάδα θα βοηθούσαν το Κόμμα να πραγματοποιήσει τη σοβιετοποίηση της Μακεδονίας. Άλλωστε μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως εισηγητής του παιδομαζώματος θεωρείται ο Μίτρα Μίτροβιτς Τζίλας, υπουργός παιδείας της «σερβικής δημοκρατίας» της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο.
Η πολιτική της Γιουγκοσλαβίας πάνω στο θέμα δεν αφήνει αμφιβολίες για τους σκοπούς της. Η υποχρεωτική εκμάθηση της σλαβομακεδονικής γλώσσας, η ένταξη των παιδιών σε οικογένειες στη Λαϊκή Δημοκρατία της «Μακεδονίας» είναι μερικά μόνο στοιχεία που αποδεικνύουν πως απέβλεπε στην αφομοίωση των παιδιών και στη διαπαιδαγώγησή τους ως «Μακεδόνων». Βέβαια, την ίδια πολιτική ακολούθησε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, όπου οι υπεύθυνοι του κόμματος πίεζαν παιδιά και ενήλικους Έλληνες να δηλώσουν «Σλαβομακεδόνες» επειδή κατάγονταν από την Μακεδονία. Η συνταρακτική μαρτυρία της Ειρήνης Δαμοπούλου για το γεγονός αποτελεί ντοκουμέντο και παρατίθεται στις σελίδες 212-215 του βιβλίου.
Βέβαια για να επιτύχει το ΚΚΕ τους σκοπούς του χρησιμοποίησε τη γνωστή κομμουνιστική προπαγάνδα κατασπίλωσης των αντιπάλων του. Μέσα από το μάθημα «Πολιτική διαφώτιση», το οποίο γινόταν στην ελληνική, προσπάθησε να κάνει πλύση εγκεφάλου σε ανήλικους ελληνόπαιδες υπέρ της Ρωσίας και κατά της Δύσης. Παρατηρήθηκε έτσι η προσπάθεια των καθοδηγητών του Κόμματος να προωθήσουν ένα συστηματικό «εκ – ρωσισμό» των παιδιών, με το αιτιολογικό πως αυτά πλέον δεν ανήκαν στην Ελλάδα αλλά στη Ρωσία, αφού αυτή είχε αναλάβει τη μόρφωση και την ανατροφή τους. Δεν έμειναν όμως εκεί. Στα πλαίσια του «εκ – ρωσισμού», δεν δίστασαν να δασκαλεύουν τα παιδάκια για το είδωλο του Ιησού «που υπήρχε μόνο στο χαρτί» εν αντιθέσει με τον «πατερούλη» Στάλιν που όπως έλεγαν οι καθοδηγητές του ΚΚΕ «είναι ο δικός μας Θεός και μας φροντίζει». Γενικότερα, σκοπός της αγωγής των παιδιών ήταν να γίνουν καλοί οικοδόμοι του κομμουνισμού και να συμβάλλουν στην επιτυχία των σκοπών του Παγκόσμιου Κομμουνιστικού Κινήματος.
Στο βιβλίο τέλος γίνεται αναφορά και στις παιδοπόλεις ή στα «κάτεργα» (για τους κομμουνιστές) της Φρειδερίκης, όπου ο συγγραφέας μέσα από στοιχεία και μαρτυρίες που δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν τεκμηριωμένα, καταλήγει στο συμπέρασμα πως στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης κανένα παιδί δεν δέχθηκε καμία διάκριση εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων των γονέων του όπως δυστυχώς συνέβαινε στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Η μαρτυρία της Ειρήνης Δαμοπούλου, που αρχικά βρισκόταν στο στρατόπεδο της Φλωρίκα στη Ρουμανία είναι ενδεικτική για να αντιληφθεί κανείς τον τρόπο που δρούσαν οι καθοδηγητές του ΚΚΕ: «Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1954, πηγαίνω και μιλώ στους υπεύθυνους και τους λέω ότι μπορούν να στείλουν τον αδελφό μου στην Παιδόπολη της Θεσσαλονίκης και ανάλογα, αν μου πει ότι περνά καλά, θα πάω κ γω στο «Κάτεργο» της Φρειδερίκης. Όπως μου το είχαν πει αμέτρητες φορές οι Κομμουνιστές διαφωτιστές μου στη Ρουμανία. ην ίδια μέρα ήρθε το τζιπ της Βασιλικής Πρόνοιας και παίρνει τον αδερφό μου για την Παιδούπολη της Βέροιας την Καλή Παναγιά και όχι για την Θεσσαλονίκη. Η αλλαγή αυτή έγινε λόγω της ηλικίας του. Στη Παιδούπολη της Βέροιας ήταν ήδη και ο μικρός ξάδερφός μας που έχει έρθει κ αυτός χωρίς τη μητέρα του από τη Ρουμανία. [...] Εγώ παρέμενα στο ορφανοτροφείο της Καστοριάς. Μετά από τρεις μέρες μας ενώνουν και μιλάμε με τον αδελφό μου στο τηλέφωνο. Μου είπε ότι περνούσε πολύ καλά. Δεν τον κτυπούσε ούτε τον μάλωνε κανένας. Όλοι τον αγαπούσαν. Το φαγητό τους ήταν πολύ καλό. Είχε το δικό του κρεβάτι με καθαρά σεντόνια. Τίποτε, μου λέει, δεν είναι όπως μας τα περιέγραφαν στη Ρουμανία». Η εκπαίδευση επίσης, δεν είχε να κάνει με ιδεολογική και κομματική κατήχηση αλλά ήταν εφάμιλλη με αυτή του σχολείου.
Εν κατακλείδι, το πόνημα του κ. Μπουγά "Το Παιδομάζωμα του 1948-'49 και τα "κάτεργα" της Φρειδερίκης", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πελασγός, καλύπτει ένα μεγάλο κενό της σύγχρονης επιστημονικής βιβλιογραφίας, παραθέτοντας μεταξύ άλλων συγκλονιστικές μαρτυρίες ανεπίδεκτες αμφισβητήσεως. Ένα βιβλίο που επιβάλλεται να μελετηθεί σε βάθος. Το μόνο σίγουρο είναι πως θα προκαλέσει αντιδράσεις καθώς καταρρίπτει μύθους και ψευδοεπιχειρήματα αρκετών δεκαετιών.
Ιωάννης Β. Αθανασόπουλος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου